|
ο мор. старший матрос #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово старший матрос? — δίοπος как с (ново)греческого переводится слово δίοπος? — старший матрос — διώκτρια — ρετσινόκολλα — ψευδωνυμία — Ικάρων Σχολή — ανέψητος — επιπλοκή — ομοιοπλαστικός — γλυκάδι — τυφλοπόντικο — οξυγονοκόλληση — σπάσιμο — κορασίδα — χάραγμα — ροδόσταγμα — αντιχορηγώ — καιροσκοπία — καψυλλίωση — γλιγουδεύομαι — οιδηματώδης — δούλωσις — ανάφλεξη |
|||