|
το дублет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дублет? — ντούπλεξ как с (ново)греческого переводится слово ντούπλεξ? — дублет — αμβλύνοια — ορθρινός — γυμνοσπέρματος — τουλίπη — φεύγω — μπρούντζος — απολίθωμα — πεντάπρακτος — κατοικήσιμος — ουζοπότις — τσιμπημένος — απιλογούμαι — ωτίτιδα — γλυκοχάραμα — κατακλείδι — βιολέτα — πετροβόλισμός — αναχασμώμαι — λυγιστός — αφωσιωμένος — τσογλανάκι |
|||