|
το ругань, брань; τόν έβαλα (или τόν έστρωσα) στό ~ — [phrase]я его обругал[/phrase]; τού πάτησα ένα ~! — [phrase]я его так отругал![/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ругань? — βρισίδι как на (ново)греческом будет слово брань? — βρισίδι как с (ново)греческого переводится слово βρισίδι? — ругань, брань — καπόνι — διαξιφίζομαι — πεσιμίστρια — πέδη — χαστουκώνω — ναυτόκομπος — δραματικός — θράκιος — φυλάω — κατσιβέλα — επικράτεια — μυραλοιφή — μαρμαρένιος — είδος — Αράπισσα — παραλληλόγραμμο — τεϊοπότης — αδικιά — σακκουλήσιος — δίπτυχα — ηγέτιδα |
|||