|
(αόρ. ωλοφυράμην) громко плакать, рыдать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово громко плакать? — ολοφύρομαι как на (ново)греческом будет слово рыдать? — ολοφύρομαι как с (ново)греческого переводится слово ολοφύρομαι? — громко плакать, рыдать — δίκυκλος — κητέλαιον — φωτόφοβος — εύφημα — χαμολίβανο — επιτομή — αθυρματοποιία — ησυχαστήριο — κιρίσια — γλυκόλαλος — αλεηλάτιστος — εγκληματολόγος — ξυλάγγουρο — παρευρισκόμενος — καβούρι — καλαμοπόδαρος — νικελωμένος — σπερματοκύτταρο — λασπερός — απαγκίστρωση — επιφέρων |
|||