Новогреческий словарь
εμβρόντηση
εμβρόντηση
η мед.
ступор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ступор
? —
εμβρόντηση
как с
(ново)греческого
переводится слово
εμβρόντηση
? — ступор
#
(ново)греческий словарь
—
αγλωσσοφάγωτος
—
ψίδιασμα
—
αγροικώ
—
υπήχθην
—
ελλειπής
—
παλικαριά
—
ανεγορά
—
αναύξητος
—
κανονικότητα
—
ναρκισσιστικός
—
επιδιορθωτής
—
σύνδρομο
—
εμπαίζω
—
σταλαγμόμετρον
—
εξηνέχθην
—
θόλωση
—
πλατεία
—
επιψεκασμός
—
σανό
—
λαμπαδηδρόμος
—
αυτογεμής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве