|
η мед. ступор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ступор? — εμβρόντηση как с (ново)греческого переводится слово εμβρόντηση? — ступор — διαλλάττομαι — πολεμώ — αργυρώδης — ανελευθερία — πρωταπριλιάτικος — λαμβάνω — παλιωμένος — πρωτύτερα — γαϊδουροκαβαλλαρία — διαγνωστική — ακαταμέτρητος — αποκοψίδι — κλάουν — κρεατένιος — αξόνι — μπάζα — πλανητικός — πολυδιάστατος — χαβούτσι — άφατος — αντικατοπτρίζω |
|||