Новогреческий словарь
σκουλαρίκι
σκουλαρίκι
το
серьга
;
===
νά τό 'χεις (или βάλεις — или κρεμάσεις) ~! запомни мой слова! (при угрозе)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
серьга
? —
σκουλαρίκι
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκουλαρίκι
? — серьга
#
(ново)греческий словарь
—
δετός
—
έξοδος
—
τροφοδοτώ
—
τράχηλος
—
μοιραστής
—
σύσκεψη
—
υδατομέτρηση
—
χαρακτικό
—
απομετρώ
—
εξόρυξη
—
δόλια
—
αποσκοπώ
—
χολορραγία
—
εκφορτωτικός
—
ρεγάλο
—
σαπιολέμονο
—
χαμαλοδουλειά
—
διαβολόπαιδο
—
σείομαι
—
αυτοκινητοδρόμιον
—
αυτοπυρπόληση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве