Новогреческий словарь
χαντζάρας
χαντζάρας
ο ирон.
вояка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вояка
? —
χαντζάρας
как с
(ново)греческого
переводится слово
χαντζάρας
? — вояка
#
(ново)греческий словарь
—
οικειοποιούμαι
—
πύρρουλας
—
γραμμογράφος
—
γιαβουκλιούς
—
σώνομαι
—
μυθοποιούμαι
—
εκμαυλίστρια
—
δίξιφος
—
ανθρωπότητα
—
λεπτοκαρυέλαιον
—
διαμείβομαι
—
κολλόδιο
—
συμπαραβάλλω
—
διακρίνομαι
—
ξαναπερνώ
—
μουσουργώ
—
επικρούω
—
κραταιός
—
παροχικός
—
ποικιλόχρους
—
ξόβεργο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве