|
двойной; двойственный; ~ή εξουσία — двоевластие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двойной? — δυαδικός как на (ново)греческом будет слово двойственный? — δυαδικός как с (ново)греческого переводится слово δυαδικός? — двойной, двойственный — οροπέδιο — ζαχαρωτό — αντίχειρος — σιδεροδέσμιος — αγριόρεμα — κύκνος — νουνεχής — συναίνεση — ηλιοκαμένος — αποθερίζω — αντιλαλιά — ξανακινώ — γραμματοσημεμπορία — αισθηματολόγημα — διακλαδίζομαι — δαφνολιά — υπό — τοξικολογία — μυθολογικός — ξύλινος — ξεπλένομαι |
|||