|
η винтовая нарезка (действие) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово винтовая нарезка? — ελικοτομία как с (ново)греческого переводится слово ελικοτομία? — винтовая нарезка — ηπατορραγία — σαθρότητα — μαγειρειό — σάρωθρο — επιτροπεύομαι — ακύμαντος — σιδηρωρυχείο — συγχρονοσκόπιο — ζωολατρεία — γκαντέμω — ουσιαστικός — αμπελότοπος — απτός — παρελαύνω — παρωδία — συναπτός — κολλυβογράμματα — γιγαντώνομαι — πλάσμα — κατισχύω — καιροφυλακτώ |
|||