|
ο 1) старший мастер; 2) прораб #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово старший мастер? — πρωτομάστορης как на (ново)греческом будет слово прораб? — πρωτομάστορης как с (ново)греческого переводится слово πρωτομάστορης? — старший мастер, прораб — γελέκο — λήγων — καταδεχτικότητα — ελληνιστής — μολυβδασφάλεια — σχετικός — χαλκεύς — κεκλημένος — τειχοδομία — θρυλικός — ιππέας — αναγοριά — περικάλυμμα — διαλλάττομαι — ανακτομισθία — μηδένιση — αποκούρεμα — μανάβισσα — σύλον — προσδοκώμενος — αγάλια |
|||