|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αρχειονομία? — — υπόπικρος — αναποδογυρισιά — σαγονού — αϋφαντοπάνι — μαργιά — πάγα — ανεμβολίοστος — αντιπροσωπευτικό — συνοδία — μονόπλευρος — εξολοθρεύω — καθάριος — χωρητικός — ψυχοβγάλτης — αποστάθμηση — μαρμαροειδής — μπαλτάς — χρονοντούλαπο — ναυτόπαις — ευχητικός — καταποδιαστός |
|||