|
1) щекочущий; 2) заманчивый, соблазнительный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово щекочущий? — γαργαλιστικός как на (ново)греческом будет слово заманчивый? — γαργαλιστικός как на (ново)греческом будет слово соблазнительный? — γαργαλιστικός как с (ново)греческого переводится слово γαργαλιστικός? — щекочущий, заманчивый, соблазнительный — μελισσουργός — διάτορος — απολλύομαι — επανορθώσιμος — ενδεδειγμένος — ράκος — ευφάνταστος — αντηρίς — δολομίτης — ανθισμένος — ηθογραφώ — λειχηνιάζω — νυγμός — ευτελής — θαμπόγυαλο — συμβολαιογραφικά — υπόπρωρος — τσύνουρο — μαζή — εγκεφαλικό — οινοπνευματοπώλης |
|||