|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ταχυπορώ? — — αυτοδίδακτος — ερημίτης — ευκατάστατος — ιχθυολόγος — μυζηθρόπιττα — πολυτίμως — παλλαϊκά — ευεπίφορος — ανακλαδούμαι — μεγαθήριο — ανατομικώς — αφάρμακος — εντομοκτόνος — διαθρύπτω — ανάκλιση — καμέραμαν — πλαστογράφημα — ακλόνητος — πολεμιστής — ποντιφικός — υποδαυλισμένος |
|||