|
το плетёный улей #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плетёный улей? — μελισσοκόφινο как с (ново)греческого переводится слово μελισσοκόφινο? — плетёный улей — αγυιόπαιδο — κουφό — αυτοεξυπηρέτηση — δεκαεπτά — αθωωτικός — υδρογράφος — ασχημούλα — φαρμακοποιία — μαρμαρουργείο — ξορίζω — μοσκιά — μουκαλίτης — ταμένος — απλωτός — αιτιοκρατία — καρκίνος — αντικρινά — αποτιμώ — σχιστόλιθος — συμπόνεση — διαρρήχτης |
|||