|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δυναμογεννήτρια? — — νεοσύστατος — ολόθυμος — πατρότητα — αλαφρόγιομος — φιλέ — άλουτρος — σκληροκαρδία — επιγραφοποιία — βίαος — αντικρύ — άρμα — γεράκι — άνετος — χελογίβαρο — χτικιάρικα — ψιλόβροχο — άσχετος — ρυμουλκατζής — ευοδώνω — εμπυούμαι — μονάρχιδος |
|||