|
η воен. санитарка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово санитарка? — τραυματιοφορίνα как с (ново)греческого переводится слово τραυματιοφορίνα? — санитарка — αναδοσιά — αυτοβιογραφούμαι — συνευρίσκομαι — πρόσκοπος — κοχλιακός — κοτέμπορος — παρανόμως — δίσκελο — ηπατοτομία — ακήρυχτος — οξύρρυγχος — γατομάτης — ανεξαγόραστος — απευαισθητοποιούμαι — πόλη — αναφροδισία — γονεωνυμικά — επταμηνίτης — σιλουέττα — βρεσίμι — φιλολαϊκός |
|||