|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οἰκίσκος? — — καγκελλώνω — όχεντρα — παντρεμένος — καπνοδόχος — μπουμπούκιασμα — αεραέριο — κούφιος — καταλογιστός — βερνικωμένος — διακριβώ — ανειδοποίητος — ζουπίζω — μήνη — βιβλιογραφικός — καψυλλίωσις — γεάνθρακος — αξερρίζωτος — ατζαμίδικα — γιούσουρι — αρβανίτικα — μεταφράζω |
|||