|
ловко, искусно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ловко? — δεξιώς как на (ново)греческом будет слово искусно? — δεξιώς как с (ново)греческого переводится слово δεξιώς? — ловко, искусно — μοιράδι — ανεβάζω — αναπλειστηριάζω — ανακέφαλος — λιβελλογραφώ — στραβολαιμιάζω — δευτεροτρόπιδα — ρεαλιστής — εδαπά — διαμελίζω — συμπίληση — συρράπτω — συμπόνεση — εκβυθίζομαι — αργόσχολος — κόσμος — βαλσάρω — ποιόν — γλώσσημα — πειθαρχείο — ματαγίνομαι |
|||