|
внезапный, неожиданный; ~ίδιος θάνατος — скоропостижная смерть; ~ιδιαστική επίθεση — неожиданное нападение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово внезапный? — αιφνιδιαστικός как на (ново)греческом будет слово неожиданный? — αιφνιδιαστικός как с (ново)греческого переводится слово αιφνιδιαστικός? — внезапный, неожиданный — καυχησιολογώμαι — θαλασσινομανιταρόσουπα — συχλιαίνω — εταιριστής — δίπρακτος — μουδιάζω — ελαΐνης — πρωτοπρεσβύτερος — κουτί — ενανθρακωτικός — σκαρί — γεροντοθρόφι — υπογονάτιον — δίκιο — στρεπτός — κατηφές — νομάρχης — γαλάτωμα — διαδοκίς — υγρομετρικός — επιχειρηματίας |
|||