|
το оливковая ветвь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оливковая ветвь? — λιόκλαδο как с (ново)греческого переводится слово λιόκλαδο? — оливковая ветвь — χαλαλίζω — Φινλανδός — δυσμίμητος — κόκκινος — ψουνιστής — πυκνόρρευστος — δυσθεώρητος — ύψωση — μισητός — ατριγύριγος — παροργισμός — μαγειρειό — συμπλεκτικός — ραχοκόκκαλο — ξάφνιασμα — βουτσάς — περιοδικότητα — ελαφοκτόνος — αγκαλιαστός — σκούτινος — αψόφητος |
|||