|
παρατ. от έρπω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово είρπον? — — σαββατιανό — μεγαλέμπορας — πολυσπόρια — αηδονολάλητος — πεταλούδα — κοστάρω — αροκάνιστος — δωδεκαήμερος — βαθιονόητος — αποχαλινώνομαι — ξελιγουριάζομαι — αδενίτιδα — καθηκοντολόγιο — κασσέτα — βυνοποιία — γρυμαία — μαροκίνο — ψηλόπρυμος — βομβαρδιστικός — συμμαθητής — αυτοπαθής |
|||