Новогреческий словарь
βενζολισμός
βενζολισμός
ο мед.
отравление бензолом
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
отравление бензолом
? —
βενζολισμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
βενζολισμός
? — отравление бензолом
#
(ново)греческий словарь
—
δυναστεύω
—
φουστανάκι
—
γεννιέμαι
—
αποστακτικός
—
αντίμετρο
—
αυθαιρεσία
—
προεργάζομαι
—
υδροστάθμη
—
καλλωπίζω
—
συμβίβαση
—
αγγελοζωγράφιστος
—
ακαλήφη
—
ισότοπος
—
ανόργανα
—
φκιασιδού
—
άρθρωση
—
νοσοκόμα
—
αυτοαναφλεγόμενος
—
θρομβούμαι
—
μπαλλόνι
—
βολταμπέρ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω