|
η мед. эритремия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эритремия? — ερυθραιμία как с (ново)греческого переводится слово ερυθραιμία? — эритремия — διστακτικότητα — γιγανταιώρημα — χρωμοφόρος — μαρμαροπελεκητός — προαγωγικός — σαμαράκι — εκθλνπτικός — μεγαληγορία — θεοσοφισμός — ξανθούλα — αγαλιανός — κολόβωση — γλωσσοκοπανάω — διαβολόκαιρος — αρνεμός — χρονόμετρο — προπαίρνω — παλαιοπώλης — βιαιοπάθεια — ροιά — ξεμπερδεμός |
|||