|
το церк. подрясник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подрясник? — ζωστικό как с (ново)греческого переводится слово ζωστικό? — подрясник — ρητορικά — καμπυλόμετρο — ημεραίος — αγανοπλέκω — ταύρειος — γυμνοσκελής — αεροβάμων — τσακνάκι — ευημερών — πατάω — μεγαλεπηβόλως — εξοχώτατος — άλτ! — λεβέντισσα — πλειοδότρια — αρτοπώλισσα — ορνιθολογικός — δόνηση — χολοκυστογραφία — κακομιλάω — φεγγοβολάω |
|||