|
разоблачать, изобличать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово разоблачать? — ξεμασκαρεύω как на (ново)греческом будет слово изобличать? — ξεμασκαρεύω как с (ново)греческого переводится слово ξεμασκαρεύω? — разоблачать, изобличать — μανικώνω — φυτευτής — ενδοιασμός — πυγμόμετρο — προσωποποιώ — μηχανοκίνητος — γραφολογικός — επτανησία — αναλυώνω — γραμματικά — υπογειάρα — πραιτώριο — ανάσκελα — δεδικασμένος — μπαγδατίζω — υπερφαλάγγιση — ταπείνωση — πόκα — τεκμηρίωση — βλεφαρίδα — μνησικακία |
|||