|
η расчёска, гребёнка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расчёска? — τσατσάρα как на (ново)греческом будет слово гребёнка? — τσατσάρα как с (ново)греческого переводится слово τσατσάρα? — расчёска, гребёнка — αλμανάχ — κονσέρβα — άβλαστος — καρεκλοθήρας — φερνή — φυτοζωώ — χοιρίδιο — δημοσιοποιούμαι — συστεγάζομαι — εξακουσμένος — αλκοολόμετρο — προσωπιδοφορία — οθόνη — ψευδοεπιστημονικός — υπερώο — ξυλογνωσία — κάτσε — ανάβλεμμα — οδός — αλευρεμπόριο — απέραστος |
|||