|
не имеющий дров #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не имеющий дров? — άξυλος как с (ново)греческого переводится слово άξυλος? — не имеющий дров — κορέος — υποδοχεύς — καταβρεκτήρας — μασσέζ — ανεπισχημοσύνη — δαψιλώς — αποφόρτωση — αδιαχωρήτως — ετερόκερος — αποθέτω — άχνη — μπαγιατίλα — απηγορευμένος — βοθύβιος — εναυσματογόμωσις — άσπρος — διακανόνισμός — δάρσιμο — αφλοίσβος — αριοδάφνι — μπαρόκ |
|||