|
сильно смущать, расстраивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сильно смущать? — κατασυγχύζω как на (ново)греческом будет слово расстраивать? — κατασυγχύζω как с (ново)греческого переводится слово κατασυγχύζω? — сильно смущать, расстраивать — σκυλοβαριέμαι — βρυσά — υδροηλεκτρισμός — θνησιμότητα — αδυνατούτσικος — παντζάρι — βουνίσιος — εξαδακτυλία — αδέκαστο — αισχρότητα — κατατρυπιέμαι — εικονογραφία — κολποσκόπηση — φωτορεπόρτερ — άγλυκαστος — απευαισθητοποιώ — ρυπαρογραφώ — μαυροφρύδα — συνδιαλλάσσομαι — απόχρεμμα — αναγέννηση |
|||