Новогреческий словарь
τυχαίο
τυχαίο
το филос.
случайность
;
τό ~ και η αναγκαιότητα — случайность и необходимость
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
случайность
? —
τυχαίο
как с
(ново)греческого
переводится слово
τυχαίο
? — случайность
#
(ново)греческий словарь
—
κωλογάμητος
—
σού
—
υπουλότητα
—
μετοφορά
—
πολυθρόνα
—
τελεσφορώ
—
ξετύλιγμα
—
πορνεύω
—
ντοκουμεντάρισμα
—
απόρριγμα
—
αλληλοεπηρεαζόμενος
—
γλυκοτραγουδιέμαι
—
λοιμικός
—
ξεφούρνισμα
—
κιβωτιάκι
—
ηλιόμορφος
—
στηθοκοπιέμαι
—
εκλεκτικιστικός
—
μεταγραφή
—
φίξ
—
δασμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве