Новогреческий словарь
μπιστεύομαι
μπιστεύομαι
1.
доверять
;
2.
доверяться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
доверять
? —
μπιστεύομαι
как на
(ново)греческом
будет слово
доверяться
? —
μπιστεύομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
μπιστεύομαι
? — доверять, доверяться
#
(ново)греческий словарь
—
βιβλιοφάγος
—
ξεσυνέριση
—
άσειστος
—
σωματίδιο
—
παρασιτοκτόνος
—
ασεβης
—
αναμαζώνω
—
κακούργος
—
γαλαδερφή
—
ελεφαντουργία
—
κονσερβάρισμα
—
πούντσι
—
βλοσυρά
—
μίκι-μάους
—
ακτινογραφία
—
λάσκος
—
λαχούρι
—
δροσιάζω
—
διατηρήσιμος
—
συζευγμένος
—
απιδόκρασο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,