|
ο 1) зубрёжка; 2) попугайничество #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зубрёжка? — ψιττακισμός как на (ново)греческом будет слово попугайничество? — ψιττακισμός как с (ново)греческого переводится слово ψιττακισμός? — зубрёжка, попугайничество — γκαντέμισσα — απολυτό — οικτρός — αδρύς — τεχνική — βρακί — συκολός — ευσυνειδησία — μύωπας — γλωσσάλγημα — ασκιαγράφητος — κυπρέϊκος — απρολόγητος — χιλιομετρώ — λεβιάθαν — ψαλμός — τυραγνάω — βάκτρο — ρυθμικά — ωκεανάριο — ακανόνιστος |
|||