|
ο 1) бродяга; 2) шарлатан #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бродяга? — ελεμές как на (ново)греческом будет слово шарлатан? — ελεμές как с (ново)греческого переводится слово ελεμές? — бродяга, шарлатан — λυσιτέλεια — λιόχαρος — αποπλανητικός — βλάττη — άκοσμος — κρυσταλλοειδής — αρχιναύορχος — προεξοφλήσιμος — αργυροχόος — εσπερινός — στραταρχικός — πράος — ασυμπεθέριαστος — ακράκι — ανεπιτρόπευτος — τσακίστρα — μικροχημικός — απριλιάτικα — λιχνισμένος — κληρώνομαι — εθνότητα |
|||