|
(-όνος) ο графолог; эксперт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово графолог? — γραφογνώμων как на (ново)греческом будет слово эксперт? — γραφογνώμων как с (ново)греческого переводится слово γραφογνώμων? — графолог, эксперт — δραχμοποιώ — αργυρολαμπής — σάλβια — χουλιάρα — σόδημα — άταχτος — χρωματουργία — γαλάρα — βουλησιαρχία — περίχωρα — από — ιωνικός — πέμπω — βαγενάς — φιλονεικώ — άναρχα — αδιαφόρετα — θυσιαστήριο — φακιολίζω — εντυπωτισμός — μάζεμα |
|||