|
το кормушка (для цыплят и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кормушка? — αναθρεπτήριον как с (ново)греческого переводится слово αναθρεπτήριον? — кормушка — υετόμετρον — επικρέμαμαι — απόβλημα — χονδρίνη — περβολάρης — ρομάντζα — περιφρουρώ — θαρρετός — κλούφι — αστροθεσία — σφαγάρι — σηματολογώ — αλλοπαθητικός — ελαιουργικός — παγίωση — κοκόλιπος — μουχρός — διαπλάθω — άγαρμπα — δανικός — σκιτζής |
|||