|
το психол. аффективный фон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово аффективный фон? — θυμικό как с (ново)греческого переводится слово θυμικό? — аффективный фон — δευτεραγωνίστρια — σφυροπέλεκυς — δισμύριοι — στολαρχίς — λιοστάσι — αψαλιδιστός — επταπέταλος — κενολογία — αιτιολόγηση — δυσπνοϊκός — ζουρλομαντύας — ξοδιάστρα — φορβιά — βλεννορροϊκός — πιπίζω — λεπτολογικός — μικρότητα — Αυστραλός — αλωνότοπος — λαμπικάρω — αιματόβρεχτος |
|||