|
αόρ. от διαζωννύω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διέζωσα? — — κυτταρόπλασμα — ξενερωμένος — κατ' εξοχήν — λιθόκονις — φασματογράφος — ντοματόσουπα — μονοκάταρτος — γκεργκέφι — πυρηνόλαδο — βιομηχανικός — ξυλοτόμος — ξεφορμάρω — ψαθώνω — υπεράγαθος — φωταγωγικός — βάθητα — ποίκιλμα — ερίνωσις — βραχνά — σκουριά — ξαναρχιζω |
|||