|
ο восьмидесятилетний старик; είναι ~ — [phrase]ему восемьдесят лет[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово восьмидесятилетний старик? — ογδοντάρης как с (ново)греческого переводится слово ογδοντάρης? — восьмидесятилетний старик — δανειοδοτώ — ρούφουλας — αμερικανισμός — σωματεμπορία — μαθηταριό — σκηνίτις — αμαξηλατώ — άζήλευτος — υγροποιούμαι — αρχηγείο — πλαστιλίνη — διακυβερνητικός — στίμμι — πρυμνήσιος — κόπια — πρωκτοϋδραυλικός — αφιέρωση — ασυζητητί — καταμεσίς — αποσπόρι — ασπόνδυλα |
|||