Новогреческий словарь
ογδοντάρης
ογδοντάρης
ο
восьмидесятилетний старик
;
είναι ~ — [phrase]ему восемьдесят лет[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
восьмидесятилетний старик
? —
ογδοντάρης
как с
(ново)греческого
переводится слово
ογδοντάρης
? — восьмидесятилетний старик
#
(ново)греческий словарь
—
ψάχνομαι
—
ανεξίθρησκος
—
σάκχαρις
—
οφειλετικός
—
μαγγανικός
—
φουντουκής
—
μικροφάγα
—
διαμαντοχρώματα
—
γκούσα
—
αναδετός
—
κληρουχία
—
δαιμόνιος
—
εννιάρι
—
λωτοφάγος
—
οροπέδιο
—
ανοσοποιητικός
—
εγγαστρίμυθος
—
μαχαιρένιος
—
συνθετήριο
—
ξαγριεύω
—
εγγράψιμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,