Новогреческий словарь
μονωτής
μονωτ|ής
ο тех. 1)
изолятор
;
2)
изоляция
(материал)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
изолятор
? —
μονωτής
как на
(ново)греческом
будет слово
изоляция
? —
μονωτής
как с
(ново)греческого
переводится слово
μονωτής
? — изолятор, изоляция
#
(ново)греческий словарь
—
απόρθητος
—
χαζομούνα
—
αμμοχαλικοστρωμένος
—
αποσκευάζω
—
σηματολογώ
—
μισθοδοτούμαι
—
χρυσαφένιος
—
κολιαντρίζω
—
αποθήκη
—
υδροπονική
—
πίπτω
—
λιακός
—
δυστροπία
—
εύφημα
—
αποφράττω
—
δικαστήριο
—
έγνωσα
—
απλάδι
—
τυφλοπόντικας
—
στάχος
—
μονοκόμματος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,