|
перевозящий снаряжение, припасы; ~ον όχημα — тендер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перевозящий снаряжение? — εφοδιοφόρος как на (ново)греческом будет слово припасы? — εφοδιοφόρος как с (ново)греческого переводится слово εφοδιοφόρος? — перевозящий снаряжение, припасы — αχλαδέα — ξεδένω — διαστημικός — βρίσκω — γιαουρτοπόλεμος — αντίρροπο — σκορποχέρης — βαρύχορδο — τετραγωνάκι — οργασμικός — οδοστρωτήρας — βαλκανολογία — υποθηκοφυλακείο — ξεθηλυκωμένος — εγχειριστής — γκαίνιαση — σώνω — κλασσικίζω — πεσιμιστής — ακατάπιαστος — ανακύμανση |
|||