|
(ε) μετ. нарушать (обещание, слово) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нарушать? — αθετώ как с (ново)греческого переводится слово αθετώ? — нарушать — απού — ραχάτεμα — ελάτης — αρμάτα — σκήπτρο — απόχρεμμα — πρός — κουσκουσούρα — ηράσθην — κερχανατζής — γρίιτσα — μελισσόχορτο — οδοντοκεραμική — απαγωγή — κουτσομπόλεμα — ελκυστήρας — δυσκατέργαστος — μαγευτικά — ποτιστής — τριποδισμός — πέλαγος |
|||