|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ποδίτσα? — — βομβύκοτροφία — διαδρομεύς — καταθλιπτικός — αδιαφέντευτος — παγίδευσις — αχυρόδεμα — μοσχοβόλημα — επιδέξιο — πνευμόνι — Ιταλίδα — ξέβγαλμα — εορτάζω — αγουρίδι — ανακάρδιο — μητρομανία — ευπατρίδης — ενδοφλέβια — επιπλήσσω — άϊ-... — πειραματόζωο — πολιτοφυλακή |
|||