Новогреческий словарь
επιμένων
επιμένων
настойчивый; упорный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
настойчивый
? —
επιμένων
как на
(ново)греческом
будет слово
упорный
? —
επιμένων
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιμένων
? — настойчивый, упорный
#
(ново)греческий словарь
—
απροαιρέτως
—
νυφούλα
—
ξεροβράχια
—
εφτά
—
δεκασμός
—
ειργμός
—
εκπολιτιστικός
—
συζυγικός
—
αλατόπετρα
—
βρογχοδιασταλτικός
—
βουρτσάρω
—
ζαρομάτισσα
—
ξaμπελίζω
—
εξάστηλος
—
ρωποπωλείον
—
αμνηστία
—
πλευρίζω
—
παράθλαση
—
λαμπρότητα
—
ναυπηγήσιμος
—
ασβεστωτής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве