|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ριντό? — — εκπληκτικά — ανορθογραφώ — αρέσκομαι — τρούλλος — χείμετλον — εσχαρώδης — πασσαλώνω — γαλαροκοπή — αυτοδικαίως — ταραξίας — μύδρος — ευτοκία — μιμόζα — βεβουλευμένως — μπανιστηρτζής — γλύκυσμα — τηλεβόας — ανδρικός — παλιομοδίτικος — αυριανός — διαπιστωτικός |
|||