|
ο жандарм(__,__) прикреплённый к лесничеству #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жандарм, прикреплённый к лесничеству? — δασοχωροφύλακας как с (ново)греческого переводится слово δασοχωροφύλακας? — жандарм, прикреплённый к лесничеству — εξωνημένος — ξυλουργός — κόφτης — δερματολογικός — υγιαίνω — ανανήφω — πηχτή — προκατάληψη — βράκα — εκχωματώνω — προκαλυπτικός — ζήση — λεύκανση — σταχτοδοχείο — κολνω — καλόν — γραμματάρα — υποχονδρία — δενδρούλι — ψιλικατζίδικο — λιανοπούλημα |
|||