|
занимать, брать взаймы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово занимать? — δανείζομαι как на (ново)греческом будет слово брать взаймы? — δανείζομαι как с (ново)греческого переводится слово δανείζομαι? — занимать, брать взаймы — αρχαγγελικός — αντιχαιρέτισμα — εκκεντρικότητα — νεοσύστατος — καφεΐκός — ξημερώνομαι — δακρυογόνο — σατανισμός — σποράδην — αριστίνδην — ανελεήτως — σουρουπώνει — θρασυδειλία — σωληνοειδής — αρτισύστατος — κόκκοτος — αλλοτριόμορφος — μπασκετμπολίστρια — καπλαντοβελώνα — ξυλότοιχος — φωτοσκίαση |
|||