|
η склад оружия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово склад оружия? — οπλαποθήκη как с (ново)греческого переводится слово οπλαποθήκη? — склад оружия — τριανταφυλλί — φάνταξη — μούχλιασμα — γεωδαισιακός — τυγχάνω — αντιλακτίζομαι — αυτεξούσιο — εκπαρθένεση — σπαρνάω — φόρτιση — διατρίβω — γνοιάζομαι — ταπητουργός — κατεστραμμένος — συμμέτοχος — κρόκος — λεύτερος — σακκουλεύομαι — εφεύρεση — αναρρίπιση — παγιώνω |
|||