|
ленточный; ~ωτός πρίων — ленточная пила #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ленточный? — ταινιωτός как с (ново)греческого переводится слово ταινιωτός? — ленточный — αντιαλκοολικός — κατατραυματίζω — αψίνθιον — νομαρχία — αρριβιστικός — κάλυψη — ρουχάλα — μαλθακός — ευδοκία — λογοτέχνημα — αλφαβητικά — παραπαίδι — σχετικώς — παιχνιδιάρα — πασσαλείφω — μελώδημα — κράμβη — φοιτητάκος — νόσος — εξαγωγικός — διαφορά |
|||