Новогреческий словарь
ανάβλεμμα
ανάβλεμμα
το 1)
взгляд вверх
;
2)
взгляд
;
άγριο τό ανάβλεμμά της — её взгляд выражает жестокость
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
взгляд вверх
? —
ανάβλεμμα
как на
(ново)греческом
будет слово
взгляд
? —
ανάβλεμμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανάβλεμμα
? — взгляд вверх, взгляд
#
(ново)греческий словарь
—
καπούλια
—
αϊδημητριάτικος
—
απιστώ
—
ραδιουργικός
—
κελλάρισσα
—
φιμώνομαι
—
ιπποτροφείο
—
σταύλος
—
ντοματόσουπα
—
τριακόσιοι
—
διακριτός
—
γλωσσολογία
—
εφέτης
—
κουκκιά
—
αλύγιστος
—
αντισφαίριση
—
διασκελω
—
νουβέλλα
—
κλισίμετρο
—
λιγούρης
—
βαθύσκαπτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве