ανάβλεμμα

формы словаβ
ανάβλεμμα
το 1) взгляд вверх;
2) взгляд;
          άγριο τό ανάβλεμμά της — её взгляд выражает жестокость



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово взгляд вверх? — ανάβλεμμα
как на (ново)греческом будет слово взгляд? — ανάβλεμμα
как с (ново)греческого переводится слово ανάβλεμμα? — взгляд вверх, взгляд


αφιλοξένητοςπερίασυσκεύαστοςεκλεκτικόςαλφαδάκιμουσείοβατραχοειδήςανεδαφικόςκατοβλητικόςζουρλαίνωφαγωμένοςμεταλλωρυχείοκατήφειααψύςαναρριχητικόςμουλαρώνωεφοδιάζομαιαβούλητοςακοκκίνιγοςεκορέσθηνστυφότητα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit