|
το 1) взгляд вверх; 2) взгляд; άγριο τό ανάβλεμμά της — её взгляд выражает жестокость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово взгляд вверх? — ανάβλεμμα как на (ново)греческом будет слово взгляд? — ανάβλεμμα как с (ново)греческого переводится слово ανάβλεμμα? — взгляд вверх, взгляд — αφιλοξένητος — περί — ασυσκεύαστος — εκλεκτικός — αλφαδάκι — μουσείο — βατραχοειδής — ανεδαφικός — κατοβλητικός — ζουρλαίνω — φαγωμένος — μεταλλωρυχείο — κατήφεια — αψύς — αναρριχητικός — μουλαρώνω — εφοδιάζομαι — αβούλητος — ακοκκίνιγος — εκορέσθην — στυφότητα |
|||