|
(-εως) η уст. торможение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово торможение? — επόχλευση как с (ново)греческого переводится слово επόχλευση? — торможение — ράπανο — μοριόγραμμον — απόμακτρον — εμφύσηση — σιδηρίτης — συναυτουργός — κυβικό — ερμιά — αμμωρυχείο — ενεχυροδανειστήριο — οίκος — λουτράρης — ετερόχρονος — πλαγιότιτλος — μοναστικός — σούμα — καθίζω — αποτελεσματικός — δραγασιά — ουραγία — αυγόειδος |
|||