Новогреческий словарь
επόχλευση
επόχλευση
(-εως) η уст.
торможение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
торможение
? —
επόχλευση
как с
(ново)греческого
переводится слово
επόχλευση
? — торможение
#
(ново)греческий словарь
—
καδρόνι
—
σφραγίδα
—
σωβινίστρια
—
μισομεθυσμένος
—
ολύμπιος
—
μποτσάρω
—
ωόλιθος
—
συνωνυμία
—
ειδεχθής
—
επανάταξη
—
χαρούμενα
—
ροιά
—
περιτομή
—
ενδοκυβερνητικός
—
λαμπροφορώ
—
Ιωνία
—
χάλι
—
εφοδίαση
—
αναλωτός
—
ευημερία
—
αμυαλωσύνη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω