ψέγομαι

формы словаβ
ψέγομαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ψέγομαι? —


διακόπτηςεμπείρωςπαιδάκιναρκισσιστήςγιορτινοντυμένοςυποτακτικήφωτοηλεκτρισμόςεξανθρακώνωαποσβενώυγροστάτηςκυνήγημαθυρεόςεξυπνότεροςσφυριχτόςπαράτολμοςκορεσμόςσιμώνωναρκωτήςποιμαντορικόςεπτακοσιάκιςαποδιοργάνωση




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit