|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ψέγομαι? — — διακόπτης — εμπείρως — παιδάκι — ναρκισσιστής — γιορτινοντυμένος — υποτακτική — φωτοηλεκτρισμός — εξανθρακώνω — αποσβενώ — υγροστάτης — κυνήγημα — θυρεός — εξυπνότερος — σφυριχτός — παράτολμος — κορεσμός — σιμώνω — ναρκωτής — ποιμαντορικός — επτακοσιάκις — αποδιοργάνωση |
|||